- φιλόνικος
- και φιλόνεικος, -η, -ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, -ον, ΝΜΑαυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζήςαρχ.1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.)2. (το ουδως ουσ.) τὸ φιλόνικον και φιλόνεικονα) φιλονικίαβ) άμιλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -νικος (< νίκη), πρβλ. ἀριστό-νικος. Το επίθ., όπως και τα παράγωγά του, χρησιμοποιήθηκε και με θετ. σημ. «αυτός που αγαπά τη νίκη, φιλότιμος, φιλόδοξος» και με αρνητική σημ. «αυτός που αγαπά τις έριδες». Εξαιτίας τής αρνητικής σημ. μάλιστα, συχνά οι τ. φιλόνικος, φιλονικία, φιλονικῶ απαντούν και με δ. γρφ. με -ει-, κατά παρετυμολ. επίδραση τής λ. νεῖκος «έριδα», από όπου όμως σχηματίζονται σύνθ. σε -νεικής > -νείκεια].
Dictionary of Greek. 2013.